ακατανέμητος

ακατανέμητος
η , ο [ος , ον ]
1) нераспределённый; 2) не могущий быть распределённым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακατανέμητος" в других словарях:

  • ακατανέμητος — η, ο (Α ἀκατανέμητος, ον) [κατανέμω] όποιος δεν έχει κατανεμηθεί ή δεν μπορεί να κατανεμηθεί, να διαμοιραστεί αρχ. «ἀκατανέμητοι νομοί» λιβάδια, στα οποία δεν έχουν βοσκήσει ζώα …   Dictionary of Greek

  • ακατανέμητος — η, ο αυτός που δεν κατανεμήθηκε, δε μοιράστηκε: Οι διάφοροι ρόλοι του έργου είναι ακόμη ακατανέμητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιανέμητος — η, ο (Α ἀδιανέμητος, ον) [διανέμω] αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ακατανέμητος, αδιαίρετος, αδιαμοίραστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»